- οστράκωση
- ηαπολίθωση οργανικών σωμάτων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οστράκωση — η [οστρακώ] μορφή απολίθωσης οργανικών σωμάτων κατά την οποία ξένες ουσίες κάλυψαν ή γέμισαν τα κενά που σχηματίστηκαν στα σώματα αυτά, ώστε να μοιάζουν με όστρακα … Dictionary of Greek
ὀστρακώσῃ — ὀστρακόω turn into potsherds aor subj mid 2nd sg ὀστρακόω turn into potsherds aor subj act 3rd sg ὀστρακόω turn into potsherds fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)